ἀποκομίσει

ἀποκομίσει
ἀποκομίζω
carry away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποκομίζω
carry away
fut ind mid 2nd sg
ἀποκομίζω
carry away
fut ind act 3rd sg
ἀποκομίζω
carry away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποκομίζω
carry away
fut ind mid 2nd sg
ἀποκομίζω
carry away
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκαρολόγος — ο 1. αυτός που με αναξιοπρεπή τρόπο προσπαθεί να αποκομίσει κέρδη ή που βγάζει μόνο δεκάρες ως κέρδος παρά τις πολλές προσπάθειες 2. όποιος στις εμπορικές του συναλλαγές λυπάται ακόμη και τη δεκάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάρα + λόγος < λέγω… …   Dictionary of Greek

  • εκβίαση — Νομικός όρος του ποινικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 385 του Ποινικού Κώδικα όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • ζουμί — το (Μ ζουμί και ζουμίν) 1. ζωμός μαγειρεμένου φαγητού, οσπρίων, κρέατος, ψαριού κ.λπ. 2. χυμός φρούτου, καρπού κ.λπ. 3. αφέψημα 4. ό,τι ουσιαστικό μπορεί ν αποκομίσει κανείς από κάτι, ουσία, ενδιαφέρον, κέρδος, περιεχόμενο 5. παροιμ. «η γριά κότα …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …   Dictionary of Greek

  • Λε Νεν — (Le Nain). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων του 17ου αι. με καταγωγή από το Λον αν Βερμαντουά. Επειδή συνεργάζονταν σε εργαστήριο που είχαν ιδρύσει στο Παρίσι το 1629, η διάκριση της προσωπικότητας του καθενός είναι δύσκολη. Υπήρξαν εξαίρετοι… …   Dictionary of Greek

  • Πρωσία — (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές… …   Dictionary of Greek

  • Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… …   Dictionary of Greek

  • κερδίζομαι — κερδίζομαι, κερδήθηκα, κερδισμένος βλ. πίν. 232 Σημειώσεις: κερδίζομαι : η μτχ. κερδισμένος σημαίνει και → αυτόν που έχει κερδηθεί (παίρνω τα κερδισμένα μου και φεύγω από το παιχνίδι) και → αυτόν που έχει κερδίσει ή γενικά αποκομίσει κάποιο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”